πειθάνιος

πειθάνιος
-ον, Α
βλ. πειθήνιος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πειθήνιος — α, ο / πειθήνιος και δωρ. τ. πειθάνιος, ον, ΝΜΑ (για υποζύγιο) αυτός που υπακούει, που πείθεται στα ηνία, στο χαλινάρι, αυτός που εύκολα χαλιναγωγείται («πρᾱον ἵππον καὶ πειθήνιον παρασχεῑν», Πλούτ.) νεοελλ. τυφλά υπάκουος, άκριτα πειθαρχικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”